- ὁδοιδόκος
- ὁδοιδόκοςfootpadmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδοιδόκος — ὁδοιδόκος, ὁ (Α) (συν. για ληστές) αυτός που παραμονεύει, που καραδοκεί στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο α συνθετικό… … Dictionary of Greek
ὁδοιδόκου — ὁδοιδόκος footpad masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιδόκους — ὁδοιδόκος footpad masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιδόκων — ὁδοιδόκος footpad masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Odoedocvs — ODOEDŎCVS, i, Gr. Ὀδοιδόκος, ου, des Opuntes Sohn, welcher mit der Laonome wiederum den Oileus und Kalliarus zeugete. Eustath. ad Hom. Il. Β. v. 531 … Gründliches mythologisches Lexikon
οδοιδοκώ — ὁδοιδοκῶ, έω (Α) [οδοιδόκος] 1. (συν. για ληστή) στήνω ενέδρα, παραμονεύω στους δρόμους 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰς ὁδοὺς ἐπιτηρῶ» … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek